- πολυγήρως
- -ων και ασυναίρ. τ. πολυγήραος, -αον και πολύγηρος, -ον, Ααυτός που βρίσκεται σε βαθιά γεράματα, ο πολύ γέρος («οἱ πολυγήρως ἀπακμάζουσι και τῷ νῷ», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γήρως / -γήραος / -γηρος (< γῆρας, τὸ), πρβλ. υπερ-γήρως / υπέρ-γηρος].
Dictionary of Greek. 2013.